στο λεξικό PONS
un·en·cum·bered [ˌʌnɪŋˈkʌmbəd, αμερικ -ɪnˈkʌmbɚd] ΕΠΊΘ usu κατηγορ
-
- unencumbered
-
- unencumbered
-
- unencumbered
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unencumbered ΕΠΊΘ ΑΚΊΝ
- unencumbered
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.