στο λεξικό PONS
Wert <-[e]s, -e> [ve:ɐ̯t] ΟΥΣ αρσ
1. Wert (zu erlösender Preis):
4. Wert (Wichtigkeit):
boo·le·scher Wert [bu:lʃɐ ˈ-] ΟΥΣ αρσ kein πλ ΜΑΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wert ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
vergleichbarer Wert phrase CTRL
unterstellter Wert phrase ΛΟΓΙΣΤ
Portefeuille-Wert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
erwarteter Wert ΠΡΟΤΥΠΟΠ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.