es·pe·cial·ly [ɪˈspeʃəli, esˈ-] ΕΠΊΡΡ
1. especially (particularly):
2. especially (in particular):
-
- especially
-
- especially
-
- especially
-
- especially
-
- especially
-
- especially
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.