στο λεξικό PONS
I. ac·tual [ˈæktʃuəl] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. actual (real):
3. actual σπάνιο (current):
4. actual (precise):
5. actual ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. ac·tual [ˈæktʃuəl] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
actual securities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- actual securities (physisch vorhandene Wertpapiere mit Mantel, Bogen, Zins- oder Dividendenschein)
-
actual comparison ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- actual comparison
-
actual percentage ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- actual percentage
-
actual indebtedness ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- actual indebtedness
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.