στο λεξικό PONS
Pro·zent·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
- Prozentsatz
-
- marktabhängiger Prozentsatz
-
-
- Prozentsatz αρσ <-es, -sätze>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.