στο λεξικό PONS
mor·al ˈhaz·ard ΟΥΣ no pl
I. haz·ard [ˈhæzəd, αμερικ -ɚd] ΟΥΣ
1. hazard:
3. hazard Η/Υ:
-
- Störeffekt αρσ
II. haz·ard [ˈhæzəd, αμερικ -ɚd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hazard (risk, venture):
I. mor·al [ˈmɒrəl, αμερικ ˈmɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. moral (ethical):
2. moral (virtuous):
II. mor·al [ˈmɒrəl, αμερικ ˈmɔ:r-] ΟΥΣ
1. moral (of story):
2. moral (standards of behaviour):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
moral hazard ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
hazard [ˈhæzəd] ΟΥΣ
| I | hazard |
|---|---|
| you | hazard |
| he/she/it | hazards |
| we | hazard |
| you | hazard |
| they | hazard |
| I | hazarded |
|---|---|
| you | hazarded |
| he/she/it | hazarded |
| we | hazarded |
| you | hazarded |
| they | hazarded |
| I | have | hazarded |
|---|---|---|
| you | have | hazarded |
| he/she/it | has | hazarded |
| we | have | hazarded |
| you | have | hazarded |
| they | have | hazarded |
| I | had | hazarded |
|---|---|---|
| you | had | hazarded |
| he/she/it | had | hazarded |
| we | had | hazarded |
| you | had | hazarded |
| they | had | hazarded |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- mop up
- MOR
- moraceae
- moraine
- moral
- moral hazard
- moralist
- moralistic
- morality
- morality play
- moralize