στο λεξικό PONS
I. geis·tig [ˈgaistɪç] ΕΠΊΘ
1. geistig (verstandesmäßig):
II. geis·tig [ˈgaistɪç] ΕΠΊΡΡ
1. geistig (verstandesmäßig):
- geistige Umnachtung τυπικ
-
-
- geistige Unfähigkeit
-
- geistige Untauglichkeit
-
- geistige Behinderung θηλ
-
- geistige Behinderung
-
- geistige Blockierung
-
- [geistige] Brandstiftung
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.