στο λεξικό PONS
I. kör·per·lich ΕΠΊΘ
1. körperlich (den Leib betreffend):
2. körperlich τυπικ (stofflich):
II. kör·per·lich ΕΠΊΡΡ
1. körperlich (mit Hilfe der Muskeln):
2. körperlich (an Körperkraft):
- körperliche Ertüchtigung
-
- irreparable körperliche/nervliche/seelische Schäden
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
körperlich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.