στο λεξικό PONS
an·spruchs·los ΕΠΊΘ
1. anspruchslos (keine großen Ansprüche habend):
2. anspruchslos (trivial):
3. anspruchslos (pflegeleicht):
- anspruchslos
-
- geistig anspruchslos/anspruchsvoll
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.