I. ˈlow·brow esp μειωτ ΕΠΊΘ
- lowbrow book, film
-
- lowbrow book, film
-
- lowbrow person
- einfach <einfacher, am einfachsten>
- lowbrow person
-
II. ˈlow·brow esp μειωτ ΟΥΣ
- lowbrow
-
- lowbrow
-
- lowbrow
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.