Kon·se·quenz <-, -en> [kɔnzeˈkvɛnts] ΟΥΣ θηλ
1. Konsequenz (Folge):
2. Konsequenz kein πλ (Folgerichtigkeit):
3. Konsequenz kein πλ (Unbeirrbarkeit):
- unwägbare Konsequenzen
-
- unübersehbare Konsequenzen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.