στο λεξικό PONS
I. nec·es·sary [ˈnesəsəri, αμερικ -seri] ΕΠΊΘ
- necessary condition ΜΑΘ
-
-
- necessary
-
- necessary
- etw erforderlich machen
-
-
- necessary
-
- if necessary
-
- necessary sacrifice
-
- necessary parties
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
necessary private property ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
necessary operating capital ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
necessary business assets ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
necessary traffic ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
- necessary traffic
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.