στο λεξικό PONS
I. nec·es·sary [ˈnesəsəri, αμερικ -seri] ΕΠΊΘ
I. busi·ness <pl -es> [ˈbɪznɪs] ΟΥΣ
1. business no pl (commerce):
2. business no pl:
3. business (profession):
4. business (company):
5. business no pl οικ:
8. business βρετ (affairs discussed):
9. business απαρχ χιουμ:
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
necessary business assets ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
asset ΟΥΣ
asset ΟΥΣ
-
- Asset ουδ
asset ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
assets ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Anlagevolumen ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Nebraskan
- nebula
- nebular
- nebulize
- nebulizer
- necessary business assets
- necessary operating capital
- necessary private property
- necessary traffic
- necessitate
- necessitous