στο λεξικό PONS
Gold <-[e]s> [gɔlt] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Gold (Edelmetall):
2. Gold ΑΘΛ:
ιδιωτισμοί:
-
- Gold-/Silberbarren
-
- Gold-/Silberbarren pl
- gold
- Gold ουδ <-(e)s>
- gold
- Gold ουδ <-(e)s>
- gold
- Gold ουδ <-(e)s> μτφ
- gold
- Gold ουδ <-(e)s>
- gold (chain, coin, locket, necklace, nugget, ring, wristwatch)
- Gold-
- gold
- Gold-
-
- gold-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.