στο λεξικό PONS
Ex·port <-[e]s, -e> [ɛksˈpɔrt] ΟΥΣ αρσ
1. Export kein πλ (Ausfuhr):
- Export
- export
- Export
-
2. Export (ausgeführte Ware):
- Export
- exports ουσ πλ
3. Export Η/Υ (Übertragung von Daten):
- Export
- export
- Selbstbeschränkung im Export
-
- den Export/die Produktion forcieren
-
-
- Export αρσ <-(e)s, -e>
- export
- Export αρσ <-(e)s, -e>
- export
- Export-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Export ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
- Export (Ausfuhr)
- export
Schulden-Export-Verhältnis ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
- Schulden-Export-Verhältnis
-
- export
- Export αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.