στο λεξικό PONS
Vo·lu·men <-s, - [o. Volumina]> [voˈlu:mən, πλ -mina] ΟΥΣ ουδ
1. Volumen (Rauminhalt):
2. Volumen (Gesamtumfang):
3. Volumen (Haarvolumen):
- Volumen
-
- volumizing hair product, mascara
- Volumen-
-
- Volumen ουδ <-s, - [o. Volumina]>
- fullness of hair
- Volumen ουδ <-s, - [o. Volumina]>
- body of hair
- Volumen ουδ <-s, - [o. Volumina]>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.