στο λεξικό PONS
Be·zie·hung <-, -en> [bəˈtsi:ʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Beziehung (Verbindung):
2. Beziehung meist πλ (fördernde Bekanntschaften):
3. Beziehung:
- diplomatische Beziehungen
-
- diplomatische Beziehungen aufnehmen/abbrechen
-
-
- sb's relationship with sb
- menschliche Beziehungen
-
4. Beziehung (Hinsicht):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Risiko-Rendite-Beziehung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.