στο λεξικό PONS
Emp·fän·ger(in) <-s, -> [ɛmˈpfɛŋɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Empfänger (Adressat):
2. Empfänger ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- Empfänger(in)
-
3. Empfänger von Spenden, Hilfsmitteln; eines Preises etc:
- Empfänger(in)
-
-
- Empfänger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Empfänger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- geheimer Empfänger αρσ
-
- verborgener Empfänger αρσ
-
- Empfänger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Empfänger αρσ <-s, ->
-
- Empfänger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.