στο λεξικό PONS
payee [peɪˈi:] ΟΥΣ
- payee
-
- payee ΕΜΠΌΡ
-
- Remittent(in)
- payee
-
- payee
- Geldempfänger(in)
- payee
- Wechselnehmer(in)
- payee
- Schecknehmer(in)
-
- Scheckempfänger(in)
-
- Empfänger(in)
- payee
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
payee ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- payee
-
-
- payee
-
- payee
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.