στο λεξικό PONS
Nutz·nie·ßer(in) <-s, -> [ˈnʊtsni:sɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
- Nutznießer(in) τυπικ
-
- Nutznießer(in) τυπικ
-
-
- Nutznießer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nutznießer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΑΣΦΆΛ
- Nutznießer(in)
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.