στο λεξικό PONS
ful·ler's earth [ˌfʊləzˈ-, αμερικ -ɚzˈ-] ΟΥΣ no pl
-
- Fullererde θηλ
-
- Bleicherde θηλ
I. full [fʊl] ΕΠΊΘ
II. full [fʊl] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
full-ˈblood·ed ΕΠΊΘ
2. full-blooded (wholehearted):
3. full-blooded προσδιορ (of descent):
I. full-ˈfrontal ΕΠΊΘ αμετάβλ
full ˈlist·ing ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
full ˈage ΟΥΣ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
full indorsement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
full consolidation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
full age ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Volljährigkeit θηλ
full merchant ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Vollkaufmann αρσ
full employment ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
execution in full ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
full funded system ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
full-year basis ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Jahresbasis θηλ
full-bodied coin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Kurantmünze θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
full-time farming ΟΥΣ
full-time farmer ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
full cloverleaf ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.