στο λεξικό PONS
Aro·ma <-s, Aromen [o. -s] [o. απαρχ τυπικ -ta]> [aˈro:ma, πλ -mata] ΟΥΣ ουδ
2. Aroma ΧΗΜ (Aromastoff):
- Aroma
-
-
- Aroma ουδ <-s, -men>
-
- Aroma ουδ <-s, -men>
- aroma
- Aroma ουδ <-s, -men>
-
- Aroma ουδ <-s, -men>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.