στο λεξικό PONS
hon·ours, αμερικ hon·ors [ˈɒnəz, αμερικ ˈɑ:nɚz] ΟΥΣ πλ
1. honours (respect):
2. honours ΠΑΝΕΠ:
- honours τυπικ
-
ιδιωτισμοί:
ˈhon·ours de·gree ΟΥΣ βρετ ΠΑΝΕΠ
- honours degree
-
dou·ble ˈhon·ours ΟΥΣ βρετ
- double honours
- zwei gleichzeitig in verschiedenen Studienfächern erworbene ‚honours degrees‘
ˈhon·ors pro·gram ΟΥΣ αμερικ ΠΑΝΕΠ
ˈhon·ors de·gree ΟΥΣ αμερικ ΠΑΝΕΠ
ˈhon·ors course ΟΥΣ αμερικ ΠΑΝΕΠ
mili·tary ˈhon·ours ΟΥΣ πλ
- military honours
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.