στο λεξικό PONS
hon·or ΟΥΣ αμερικ
honor → honour
I. hon·our, αμερικ hon·or [ˈɒnəʳ, αμερικ ˈɑ:nɚ] ΟΥΣ
1. honour no pl (honesty):
2. honour no pl (esteem):
3. honour usu ενικ (credit):
4. honour (privilege):
5. honour (reputation):
6. honour (award):
7. honour no pl (competence):
8. honour (title):
II. hon·our, αμερικ hon·or [ˈɒnəʳ, αμερικ ˈɑ:nɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. honour τυπικ (respect):
5. honour ΧΡΗΜΑΤΟΠ (accept):
-
- etw begleichen
hon·ours, αμερικ hon·ors [ˈɒnəz, αμερικ ˈɑ:nɚz] ΟΥΣ πλ
1. honours (respect):
2. honours ΠΑΝΕΠ:
- honours τυπικ
-
I. hon·our, αμερικ hon·or [ˈɒnəʳ, αμερικ ˈɑ:nɚ] ΟΥΣ
1. honour no pl (honesty):
2. honour no pl (esteem):
3. honour usu ενικ (credit):
4. honour (privilege):
5. honour (reputation):
6. honour (award):
7. honour no pl (competence):
8. honour (title):
II. hon·our, αμερικ hon·or [ˈɒnəʳ, αμερικ ˈɑ:nɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. honour τυπικ (respect):
5. honour ΧΡΗΜΑΤΟΠ (accept):
-
- etw begleichen
I. list1 [lɪst] ΟΥΣ
II. list1 [lɪst] ΡΉΜΑ μεταβ
I. list2 [lɪst] ΝΑΥΣ ΡΉΜΑ αμετάβ
II. list2 [lɪst] ΝΑΥΣ ΟΥΣ
list ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
list ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Aufstellung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- honors degree
- honors program
- honour
- honourable
- honourable mention
- honours list
- hons
- hooch
- hood
- hooded
- hoodie