

II. amt·lich ΕΠΊΡΡ
Kenn·zei·chen <-s, -> ΟΥΣ ουδ
1. Kennzeichen (Autokennzeichen):
2. Kennzeichen (Merkmal):
I. amt·lich ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ ΕΠΊΘ
II. amt·lich ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ ΕΠΊΡΡ
- amtliches Kennzeichen τυπικ
-
- amtliches Kennzeichen τυπικ
-


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.