στο λεξικό PONS
I. amt·lich ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ ΕΠΊΘ
II. amt·lich ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ ΕΠΊΡΡ
II. amt·lich ΕΠΊΡΡ
Kenn·zei·chen <-s, -> ΟΥΣ ουδ
1. Kennzeichen (Autokennzeichen):
2. Kennzeichen (Merkmal):
- amtlicher Umrechnungskurs
-
- amtlicher Bericht
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.