στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  unofficial
-  
-  unofficial
-  
-  unofficial collaborator
-  wild Müllkippe
-  unofficial
-  nicht amtlich [o. nichtamtlich]
-  unofficial
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
