I. heim·lich [ˈhaimlɪç] ΕΠΊΘ
 
 -  
 -  heimlich
 
-  
 -  jdn [heimlich] informieren
 
-  
 -  heimlich λογοτεχνικό
 
-  
 -  heimlich
 
-  
 -  heimlich
 
-  clandestine affair, meeting
 -  heimlich
 
-  
 -  heimlich
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.