στο λεξικό PONS
I. ge·neh·migt [gəˈne:mɪçt] ΡΉΜΑ
genehmigt μετ παρακειμ: genehmigen
II. ge·neh·migt [gəˈne:mɪçt] ΕΠΊΘ
genehmigt Verfahren:
I. ge·neh·mi·gen* [gəˈne:mɪgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
I. ge·neh·mi·gen* [gəˈne:mɪgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
- behördlich genehmigt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.