στο λεξικό PONS
your [jɔ:ʳ, jʊəʳ, αμερικ jʊr] ΕΠΊΘ κτητ
1. your:
in-your-face [ˌɪnjəˈfeɪs, αμερικ -jɚˈ-] ΕΠΊΘ οικ
2. in-your-face (irritating):
3. in-your-face:
ˈpick-your-own ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
ˈroll-up, αμερικ, αυστραλ roll-your-ˈown ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.