I. ag·gres·siv [agrɛˈsi:f] ΕΠΊΘ
- aggressiv
-
- aggressive Umgebung ΤΕΧΝΟΛ
-
II. ag·gres·siv [agrɛˈsi:f] ΕΠΊΡΡ
- aggressiv
-
-
- aggressiv
- belligerently person
- aggressiv
-
- aggressiv
- aggressive chemical, substance, atmosphere
- aggressiv
-
- aggressiv
-
- aggressiv
-
- aggressiv
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.