στο λεξικό PONS
hos·tile [ˈhɒstaɪl, αμερικ ˈhɑ:stəl] ΕΠΊΘ
1. hostile (unfriendly):
2. hostile (opposed):
3. hostile (difficult):
4. hostile ΟΙΚΟΝ, ΣΤΡΑΤ:
- hostile
-
- hostile bid
-
hos·tile ˈtake·over ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- hostile takeover
-
hos·tile ˈwit·ness ΟΥΣ ΝΟΜ
- hostile witness
-
-
- hostile territory
- aggressive Umgebung ΤΕΧΝΟΛ
- hostile environment
-
- hostile remark
-
- hostile
- jdm/etw feindlich gegenüberstehen
-
-
- hostile
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.