στο λεξικό PONS
Voll·in·dos·sa·ment <-[e]s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Vollindossament
-
- endorsement in full ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Vollindossament ουδ <-[e]s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vollindossament ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Vollindossament (Börsenorder mit vollständigen Angaben zu allen relevanten Aspekten)
-
-
- Vollindossament ουδ
-
- Vollindossament ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.