full-ˈblown ΕΠΊΘ
1. full-blown (developed):
2. full-blown (in bloom):
AIDS, Aids [eɪdz] ΟΥΣ no pl
ac·quired im·mune de·fi·cien·cy syn·drome, AIDS ΟΥΣ no pl
aus·ge·wach·sen ΕΠΊΘ
1. ausgewachsen (voll entwickelt):
2. ausgewachsen οικ (komplett):
hand·fest ΕΠΊΘ
1. handfest (deftig):
3. handfest (ordentlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.