στο λεξικό PONS
I. built [bɪlt] ΡΉΜΑ
built μετ παρακειμ, παρελθ of build
II. built [bɪlt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
1. build (construct):
2. build μτφ:
built-in [ˈbɪltɪn] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. built-in (attached):
2. built-in (integrated):
ˈcus·tom-built ΕΠΊΘ αμετάβλ
pre-built [αμερικ ˌpri:ˈbɪlt] ΕΠΊΘ αμετάβλ αμερικ (prefabricated)
-  pre-built
-  
pow·er·ful·ly ˈbuilt ΕΠΊΘ
-  powerfully built
-  
purpose-built ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 financial build-up ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
 
  
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
