I. er·baut ΡΉΜΑ
erbaut μετ παρακειμ und 3. pers. ενικ von erbauen
II. er·baut ΕΠΊΘ
I. er·bau·en* ΡΉΜΑ μεταβ
I. er·bau·en* ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.