I. ent·setz·lich [ɛntˈzɛtslɪç] ΕΠΊΘ
II. ent·setz·lich [ɛntˈzɛtslɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- entsetzlich
-
- entsetzlich
-
- entsetzlich
-
- entsetzlich teuer
-
- entsetzlich
-
- entsetzlich schmerzhaft
-
- entsetzlich
-
- entsetzlich οικ
-
- entsetzlich fett
-
- entsetzlich a. οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.