I. bunt [bʊnt] ΕΠΊΘ
2. bunt:
- bunt (ungeordnet)
-
- bunt (vielfältig)
-
II. bunt [bʊnt] ΕΠΊΡΡ
1. bunt (farbig):
- bunt
- colourfully βρετ
- bunt
- colorfully αμερικ
- bunt bemalt [o. buntbemalt]
-
- ein bunt gestreiftes [o. buntgestreiftes] Hemd
-
2. bunt (ungeordnet):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.