col·our·ful, αμερικ col·or·ful [ˈkʌləfəl, αμερικ -lɚ-] ΕΠΊΘ
1. colourful (full of colour):
- colourful paintings
-
- colourful paintings
-
- colourful paintings
-
- colourful clothing
-
- colourful clothing
-
2. colourful (vivid):
3. colourful (interesting):
4. colourful ευφημ (vulgar):
- colourful language
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.