στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 colourful, colorful [βρετ ˈkʌləfʊl, ˈkʌləf(ə)l, αμερικ ˈkələrfəl] ΕΠΊΘ
2. colourful μτφ:
-  brilliantly coloured or brilliantly colourful
 -  
 
 
 -  folcloristico tipo
 -  colourful βρετ
 
-  folcloristico tipo
 -  colorful αμερικ
 
-  pittoresco personaggio
 -  colourful βρετ
 
-  pittoresco personaggio
 -  colorful αμερικ
 
-  
 -  colourful βρετ
 
-  movimentato vita, carriera
 -  colourful βρετ
 
-  movimentato vita, carriera
 -  colorful αμερικ
 
στο λεξικό PONS
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.