στο λεξικό PONS
ˈear·ful ΟΥΣ no pl οικ
1. earful (rebuke):
fear·ful [ˈfɪəfəl, αμερικ ˈfɪr-] ΕΠΊΘ
1. fearful κατηγορ (anxious):
2. fearful usu προσδιορ (terrible):
- fearful consequences, accident
-
3. fearful προσδιορ dated οικ (great):
- fearful argument
- fürchterlich οικ
tear·ful [ˈtɪəfəl, αμερικ ˈtɪr-] ΕΠΊΘ
1. tearful:
aw·ful [ˈɔ:fəl, αμερικ ˈɑ:-] ΕΠΊΘ
1. awful (extremely bad):
2. awful προσδιορ (great):
god-ˈaw·ful ΕΠΊΘ οικ
-
- beschissen αργκ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
full age ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Volljährigkeit θηλ
full-value insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
full funded system ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
full indorsement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
execution in full ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
full consolidation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
full employment ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
fully-funded ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
full-time farmer ΟΥΣ
full-time farming ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
full cloverleaf ΥΠΟΔΟΜΉ
fully vehicle actuated controller ΕΠΙΚΟΙΝ
fully traffic actuated signal ΕΠΙΚΟΙΝ, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.