felt1 [felt] ΡΉΜΑ
felt παρελθ, μετ παρακειμ of feel
I. feel <felt, felt> [fi:l] ΡΉΜΑ μεταβ
1. feel (sense):
2. feel (think):
II. feel <felt, felt> [fi:l] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. feel + επίθ (sense):
2. feel + επίθ (seem):
III. feel [fi:l] ΟΥΣ no pl
1. feel (texture):
2. feel:
3. feel:
I. felt2 [felt] ΟΥΣ no pl
- felt
-
II. felt2 [felt] ΟΥΣ modifier
felt (hat):
- felt
- Filz-
I. feel <felt, felt> [fi:l] ΡΉΜΑ μεταβ
1. feel (sense):
2. feel (think):
II. feel <felt, felt> [fi:l] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. feel + επίθ (sense):
2. feel + επίθ (seem):
III. feel [fi:l] ΟΥΣ no pl
1. feel (texture):
2. feel:
3. feel:
feel for ΡΉΜΑ μεταβ
1. feel for (sympathize with):
feel up ΡΉΜΑ μεταβ οικ
-
- jdn begrapschen οικ
-
- CH a. betatschen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.