στο λεξικό PONS
 
  
 at·trac·tion [əˈtrækʃən] ΟΥΣ
1. attraction no pl ΦΥΣ:
-  attraction
-  
2. attraction no pl (between people):
3. attraction (entertainment):
ˈtour·ist at·trac·tion ΟΥΣ
-  tourist attraction
-  
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 attraction ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
-  attraction
-  
trip attraction ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
-  trip attraction
-  
 
  
 -  
-  attraction
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
