An·zie·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Anziehung (verlockender Reiz):
- Anziehung
-
2. Anziehung kein πλ → Anziehungskraft
An·zie·hungs·kraft <-, -kräfte-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
1. Anziehungskraft ΦΥΣ (Gravitation):
2. Anziehungskraft (Verlockung):
-
- Anziehung θηλ <-, -en>
-
- sexuelle Anziehung
-
- körperliche Anziehung
- pull of an event, a thing
- Anziehung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.