στο λεξικό PONS
Mit·tel <-s, -> [ˈmɪtl̩] ΟΥΣ ουδ
1. Mittel ΦΑΡΜ (Arznei):
2. Mittel (Substanz):
3. Mittel (Hilfsmittel):
4. Mittel (Methode):
5. Mittel πλ:
mit·tel [ˈmɪtl̩] ΕΠΊΘ
- mittel durchgebraten ΜΑΓΕΙΡ
-
-
- Telemedizin θηλ <-> kein pl ειδικ ορολ (medizinische Behandlung, auch chirurgisch, mittels Telekommunikation)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
heraufgesetzte Mittel ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.