στο λεξικό PONS
I. Span·ish [ˈspænɪʃ] ΟΥΣ
II. Span·ish [ˈspænɪʃ] ΕΠΊΘ
Span·ish ˈon·ion ΟΥΣ
- Spanish onion
-
Span·ish-Aˈmeri·can ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Spanish-American
-
Span·ish In·qui·ˈsi·tion ΟΥΣ no pl ΙΣΤΟΡΊΑ
- the Spanish Inquisition
-
Span·ish Aˈmeri·ca ΟΥΣ
- Spanish America
-
Span·ish ˈchest·nut ΟΥΣ
- Spanish chestnut
-
Span·ish gui·ˈtar ΟΥΣ
- Spanish guitar
-
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.