στο λεξικό PONS
lia·ble [ˈlaɪəbl̩] ΕΠΊΘ
1. liable (likely):
2. liable ΝΟΜ:
- liable
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liable ΕΠΊΘ ΑΣΦΆΛ
- liable
-
liable ΕΠΊΘ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
liable ΕΠΊΘ handel
liable ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
liable equity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- liable equity
-
liable funds ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- liable funds
- Haftkapital ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.