στο λεξικό PONS
Pri·vat·mann <-leute> ΟΥΣ αρσ
Sucht·mit·tel <-, -> ΟΥΣ ουδ ΨΥΧ
Macht·mit·tel <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Dritt·mit·tel ΟΥΣ πλ
Bud·get·mit·tel ΟΥΣ πλ ΟΙΚΟΝ
Gleit·mit·tel <-s, -> ΟΥΣ ουδ ΤΕΧΝΟΛ, ΙΑΤΡ
Kon·trast·mit·tel <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Kre·dit·mit·tel ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kreditmittel ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Marktmittelkurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.