στο λεξικό PONS
I. arith·me·tisch [arɪtˈme:tɪʃ] ΕΠΊΘ
II. arith·me·tisch [arɪtˈme:tɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- arithmetisches/geometrisches Mittel ΜΑΘ
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- arithmetisches Mittel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- arithmetisches Mittel ΜΑΘ
- arithmetisches/geometrisches Mittel ΜΑΘ
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- arisieren
- Arisierung
- Aristokrat
- Aristokratie
- Aristokratin
- arithmetisches
- Arkade
- Arkadenbogen
- Arkatur
- Arktis
- arktisch