στο λεξικό PONS
Mit·tel <-s, -> [ˈmɪtl̩] ΟΥΣ ουδ
1. Mittel ΦΑΡΜ (Arznei):
2. Mittel (Substanz):
3. Mittel (Hilfsmittel):
4. Mittel (Methode):
5. Mittel πλ:
mit·tel [ˈmɪtl̩] ΕΠΊΘ
- mittel durchgebraten ΜΑΓΕΙΡ
-
- Bewilligung von Mitteln, Kredit
-
- eigenerwirtschaftete Mittel ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nettoabgang an flüssigen Mitteln phrase ΛΟΓΙΣΤ
heraufgesetzte Mittel ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.